Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Η πριγκίπισσα χωρίς το μπιζέλι

Και τότε η πριγκίπισσα, 

αναποδογύρισε το παραμύθι

όπως κάνει ,άλλωστε, με όλα.

Έσβησε τα φώτα,

μέτρησε τις τελευταίες τις υποχρεώσεις

κι έπειτα τις αφαίρεσε.

Πήρε μία βαθιά ανάσα, 

μπήκε ανάμεσα στα στρώματα

και πήρε τη θέση του μπιζελιού

τραντάζοντάς τα συθέμελα.

Και δεν χωρούσε άλλο πόνο,

γιατί οι σούστες από τα στρώματα,

πάντρευαν τα κόκαλά της με τα σίδερά τους

κι αυτή η αίσθηση ήταν τόσο

μα τόσο ωραία. 

Όταν το ύφασμα της χάιδευε τα μάγουλα 

και τα πούπουλα της πίεζαν τους αγκώνες, 

κατάλαβε γιατί το μπιζέλι είχε χωθεί εξ 

αρχής εκεί. 

Κι έτσι κι εκείνη, σαν το μπιζέλι, 

αποφάσισε να μείνει. 

Γιατί εκεί γινόταν ένα μαγικό νταραβέρι

που την άφηνε για λίγο να αφεθεί. 




Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Ξάγρυπνη


Θα μείνω ξάγρυπνη 

στον ώμο της θλίψης μου

κι άλλο ένα βράδυ

χωρίς νόημα

γιατί με γέλασες 

σε μία νύχτα με ξεπέρασες.


Αυτό το βράδυ δεν θα πάψω

να αναρωτιέμαι

αν σε έδιωξαν

από την ανθρώπινη πλευρά 

του κόσμου,

επειδή ήσουν άχαρος. 


Άχαρος όπως κάτι ντουλάπες

που αν δεν τους βάλεις 

στον κενό τους χώρο 

ένα καινούργιο ρούχο

παλιώνουν και χαλάνε

μα πάντα ο χώρος τους

όσα ρούχα και να του βάλεις

μένει αδειανός. 


Αδειανός όπως είσαι κι εσύ

όταν με έχεις αγκαλιά

μπροστά στον καθρέφτη

και το μόνο που βλέπεις 

είναι ο εαυτός σου

και μόνο με αυτόν ηδονίζεσαι·

για εμάς τους γύρω,

αν δεν αλλάξεις καθρέφτη,

δεν μένει παρά μόνο

να προσποιείσαι. 


Θα προσποιηθώ κι εγώ

πως όλα πάνε καλά

όλα πάνε περίφημα

έτσι για να δω

πώς νιώθεις

για να περάσει κι αυτό 

το ένα ακόμα βράδυ

που όμως είναι τόσο βαρύ 

και μισητό,

σε αντίθεση με σένα

που έλειψες

πριν μου λείψεις.

 


Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Το παραμύθι


Θα σου μιλούσα 

για το φεγγάρι που ξημερώνει στο μπαλκόνι μου

για τα πρωινά φύλλα που χορεύουν

για τα όνειρα που αρχίζουν όταν ξυπνάς

για τις φωτογραφίες της μνήμης 

θα χόρευα για να σου δείξω

τι δεν πάει να πει θάνατος

πόσο ωραίο ήθελα να σου δείξω

είναι να μην είμαι αυτή που θες

στη διαδρομή ξέχασα 

ακόμα και πώς με λένε 

άφηνα κομμάτια μου πίσω

για να βρω τον δρόμο

ξέρεις σαν το παραμύθι

κι εσύ τα έτρωγες ένα-ένα

χωρίς να αφήνεις κάτι δικό σου

για να βρω το δρόμο

στη μυρωδιά σου κάπου χάθηκα

άκουσα τη φωνή σου

και ξέχασα τη δική μου

με πέταξες στην κοιλάδα με τα λιοντάρια σου

για να τα βγάλω πέρα

όταν σκαρφάλωσα και βγήκα

γελούσες και με έδειχνες με το δάχτυλο

και το κοινό σου χειροκροτούσε

δεν μπορούσα να πιστέψω σε σένα

δεν σε ένοιαζε ούτε να κοιτάξεις στην κοιλάδα

όχι δεν είναι σαν το παραμύθι

στο τέλος δεν βρήκα τον δρόμο

μετά ήρθαν οι άλλοι

και έκαναν το ίδιο

ένας προς έναν

τουλάχιστον δεν φοβάμαι

κάποτε μονάχα θυμάμαι

μου είχες πει για ένα ταξίδι που δεν έγινε

εγώ λέω να το κάνω 

χωρίς εσένα. 


Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Σε έναν πόλεμο


Σε έναν πόλεμο ακούγεται ένα κομμάτι μουσικής. 

Εγώ συμβιβάζομαι άρα υπάρχω. 

Οι φίλες μου ζούνε το σύνδρομο της κεντρικής ηρωίδας.

Στο τέλος όλα πεθαίνουν. 

Η μουσική συνεχίζει να ακούγεται. 


Μη με κοιτάς στραβά σε έχω δει πρώτη

 

Μη με κοιτάς στραβά σε έχω δει πρώτη. 

Τις τελευταίες μέρες παγώνει το αίμα μου, 

όπως όταν ήμουν κουλουριασμένη 

στο ημιυπόγειο και δεν μπορούσα να φύγω. 

Έμαθα να γράφω νωρίς.

Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε τραύματα

και πάει λέγοντας. 

Αυτά μου έχουν μείνει τώρα να με κρατάνε 

ζωντανή σε ένα κόσμο που πετάει

καπνούς και δακρυγόνα σε όποια σηκώνει το κεφάλι,

στη φίλη με το άσθμα και το χρόνιο άγχος, 

στον φίλο που θα κάνει Τρίτη φυλακή, 

στη φίλη που δεν έχει δουλειά 

και στην άλλη που έβαψε τα μαλλιά της ξανθά

για να ξεχάσει τη συγγένεια με τη μάνα της. 

Έξω βράζει κι εγώ κρυώνω, 

για αυτό σου ζήτησα να με σκεπάσεις.

Θέλω να θυμάμαι κάθε μέρα εκ νέου ποια είναι

κι από πού έφτασα ως εδώ,

μα μέχρι να τελειώσει η μέρα θα έχω ήδη νυστάξει. 


Τι μένει;


Τα πληροφοριακά συστήματα μπορούν να μας προδώσουν.

Οι άνθρωποι μπορούν να μας προδώσουν. 

Άρα τι μένει για εμάς τις αδαείς;

Λίγα λόγια


Πασχίζω να νιώσεις περήφανος για μένα

και ο κόσμος είναι πολύ δύσκολος, μπαμπά

κι εσύ νομίζεις πως τα χρόνια σου είναι σαν τα δικά μας

και πως όλες μπορούμε να περπατήσουμε

ξυπόλητες στα χωράφια κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα.

Δεν θα πείραζε να ακούσω μία φορά να μου λες ένα μπράβο με την ψυχή σου

για να μάθω να μη καρφώνω τον θυροειδή μου 

από την πίεση που σκάει στο στομάχι μου

με κάθε ασχήμια γύρω

με κάθε άδικο που στριγγλίζει στ’ αυτιά μου. 

Κι όταν σου λέω κάτι παραπάνω είναι γιατί με νοιάζεις

και ας μου είπες μόνο μία φορά ότι με αγαπάς

όταν πέθανε ο δικός σου μπαμπάς 

και λύθηκες και έκλαιγες και έδειξες επιτέλους

λίγο άνθρωπος. 

Ξέρουμε ότι είσαι άνδρας μπαμπά, 

καιρός να μάθεις ότι οι άνδρες μπορούνε πια να κλαίνε

και να αγαπάνε 

και ο κόσμος μπορεί να αλλάζει λίγο κάθε φορά, 

αλλά πρώτα αλλάζουμε εμείς. 

Δεν είναι κακό να φοβάσαι τον θάνατο,

μην απαιτείς τόσα πολλά από τον εαυτό σου

μην απαιτείς τόσα πολλά από εμάς.

Θυμάσαι, μου λέγατε, όταν ήμουν μικρή

ότι τα κάνω όλα σωστά

κι αυτό τι ωφέλησε

τώρα δεν μπορώ να μου συγχωρέσω 

ένα λάθος. 

Θα σας φέρνω τα τσιγάρα σας κι εσένα και τη μαμά,

όπως όταν με στέλνατε από πάντα να τα φέρνω, 

αλλά κι εμένα μου αρέσουν τα τσιγάρα, τώρα.