Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Καλύπτοντας πλήρως

Καλύπτοντας πλήρως το στόμα και τη μύτη,

καθ' όλη τη διάρκεια παραμονής σας

καλύπτοντας πλήρως, 

καλύπτοντας, 

πλήρως, πλήρως, πλήρως, 

καλύπτοντας το στόμα και τη μύτη. 

Ξαπλώστε, χαλαρώστε,

καλύψτε το στόμα και τη μύτη

μη παραμένετε 

μη καπνίζετε κάνει κακό στην υγεία

καλύπτετε το στόμα και τη μύτη

μην αναπνέετε από τη μύτη και το στόμα

κάνει καλό στο στόμα και στη μύτη

καλύπτοντας πλήρως το στόμα και τη μύτη

πλήρως, πλήρως, πλήρως

θάνατος, θάνατος, θάνατος

χωρίς στόμα χωρίς μύτη

δίχως χωρίς ίσαμε από

κρατήστε αποστάσεις

μη πλησιάζετε ο ένας τον άλλον

καλύπτοντας πλήρως το στόμα και τη μύτη. 


Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Πρόσκληση

Θέλω να βρεθούμε

για να μη ξεχάσω πως κάποτε υπήρξαμε

κάτω από τον ίδιο ουρανό

μάρτυρες σε αυτή τη μαζική λιγοθυμία 

των δύο χιλιάδων κάτι χρόνων

στους ίδιους δρόμους της πόλης που στενάζει.


Θέλω να βρεθούμε στα στενά που φοβάμαι να διασχίσω

στα σπίτια από κάτω των εξαντλημένων γυναικών, των επαναλαμβανόμενων ανδρών, 

μπροστά από πόρτες που δεν θα ανοίξουν ποτέ για να φανερωθούν

τα πρόσωπα των έμφυλων άφυλων με την υπόθεση –τι θα γινόταν αν- καρφωμένη στο κούτελο

τρέξε να βρεθούμε στο στενό με τους κινέζους που δουλεύουν για λευκούς

εκεί που μαζεύονται οι άραβες και μιλάνε πολύ και δεν καταλαβαίνουμε τι λένε

στα μαγικά σημεία που συχνάζουν 

τα γατιά που έχουν βρει το νόημα της ζωής

και είναι πάντα ζεστά με τη γούνα τους μέσα στη γούνα τους 

χωρίς οθόνες

όλα όμορφα πίσω από όμορφα ακόμα κι αν είναι άσχημα,

στις πίσω πόρτες ακριβών εστιατορίων

όπου οι σερβιτόρες κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο

και τραγουδούν την έκπτωση σαν σειρήνες της νύχτας

να περάσουμε δρόμους και μνημεία νεκρά

να επισκεφτούμε την πόλη που μας ανοίγεται ξένη. 


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Στα πλακάκια βγαίνει το μαύρο του νέφους που συσσωρεύεται 

στα πρόσωπά μας, μέσα στις λακκούβες μαζεύεται μαύρο σκοτάδι

και είναι ακόμα Γενάρης, τα βράδια φέρνουν το ένα μετά το άλλο

σαν να μην έχει συμβεί τίποτα

δεν τολμάει κανείς να ανατρέψει το σύμπαν

οι σταγόνες της βροχής είναι οι μόνες που γλιστράνε από τις ταράτσες

κι όλα αυτά που έχουν κάνει οι άνθρωποι τι θα απογίνουν;


Διαβάζω ένα βιβλίο κι άλλο ένα για να ξεχάσω πώς θα ήταν 

εάν ο χρόνος παρατεινόταν σε εκείνα τα λεπτά που ακούμπησες 

την πλάτη σου στον τοίχο απέναντί μου και το βλέμμα σου έμεινε στο δικό μου 

και συνεννοηθήκαμε, μιλούσαμε χωρίς φωνές, χωρίς αγγίγματα, χωρίς πληροφορία

τα κόκαλά μας πλησιάζαν, μα ήταν σε απόσταση, ο χρόνος, ο χρόνος ήταν μικρός και μεγάλωσε

και οι σκέψεις μου ελπίζω να πέρασαν τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που μας χώριζαν, 

τους ανθρώπους που τρέχουν όλη μέρα στα μετρό και στους δρόμους, στα καυσαέρια, σε τόπους κι άλλους τόπους, χωρίς στοργή, έχουν ξεχάσει και συνεχίζουν να διαγράφουν, 

και όλο πηγαίνουν πηγαίνουν να βρούνε τι -κανείς δεν ξέρει-

ανθρώπους που διστάζουν να αναλάβουν την αλήθεια

ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα

και το τσάι μου έχει κρυώσει στο πάτωμα,

γιατί δεν έχω τραπέζι. 

Θα ήθελα αυτή η εξομολόγηση να ήταν χαϊκού, αλλά δεν είναι. 

Κλείνω εδώ. 


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Άραγε αυτοί οι κύκλοι γύρω από τον ήλιο

ξέρουν τι αλλαγή προκαλούν στα δάχτυλα που έχουν ξεχάσει να αγγίζουν; 

Εκτός από τα λουλούδια

στο μπαλκόνι μου που δεν τολμούν να μεγαλώσουν

για αυτά υπάρχει το άπειρο μπροστά 

ενώ για μένα στα μαλλιά μου μία λευκή τρίχα κι άλλη μία 

ίσως κάπου εκεί

και επειδή είμαι μικρή ακόμα

μού λένε η ηλικία μου δεν μού φαίνεται

μα πονάνε τα πόδια μου και η μέση μου 

και θα έρθω στο σύμπαν να το σπάσω

όπως με σπάει αυτό μέρα με τη μέρα 

κι εκείνη τη στιγμή της διάλυσης 

σε προσκαλώ, έλα πάμε μαζί.


Τα έχεις μάθει όλα; Σίγουρα; 

Ερωτήματα κολλάνε πάνω στη φασαρία που συνεχίζει δια παντός,

χωρίς σταματημό.

Έχεις ξεσκαρτάρει όλα τα όνειρά σου

τις σκέψεις που κάνεις λίγο πριν γίνει ο καφές 

σαν τις κυρίες που στέκονται και καπνίζουν στην άκρη του παραθύρου 

ενώ κοιτάζουν το θέαμα,

τα φθινοπωρινά σου δάκρυα που λιγόστεψαν

γιατί δεν είχες να φας

τις χειμωνιάτικες ψύχρες που ξεκινάνε από μέσα

και σε τρώνε από έξω

και τους καλοκαιρινούς έρωτες που ξέχασες πια τι έλεγαν

κι αν είχαν κάτι να πούνε ποτέ.

Παίζουν δυνατά τα κομμάτια που άκουσες από τα αυτοκίνητα που περνούσαν

και σού έστριβαν το στομάχι με αναμνήσεις

για όλα αυτά που ποτέ μα ποτέ δεν τόλμησες.

Η καταραμένη βοή, αυτός θόρυβο της παύσης.


Όσες φορές και να κοιτάξω το ταβάνι, εκείνο με κοιτάει πίσω. 

Με έχουν κουράσει αυτές οι μέρες, θέλω να σε δω

πριν φύγω ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα χιλιοχρησιμοποιημένο

θέλω να σε δω πριν κλείσουν τα φώτα στον διάδρομο

πριν χτυπήσει το κουδούνι για να είναι κανείς

πριν με πάρουν τηλέφωνο για να μού πούνε τίποτα

πριν πετάξει το σμήνος των πουλιών και έρθει το άλλο για την άνοιξη

γιατί είναι ακόμα Γενάρης και πώς θα περάσει; 


Εκείνος ο σκίουρος που περνούσε από λεύκα σε λεύκα 

σε εκείνες τις διακοπές που σφύριζε ο άνεμος πάνω στα φύλλα

και έλαμπε το κρεμαστό μου στις γραμμές του ήλιου 

όσο γύριζα σαν μικρός πλανήτης να τον κοιτάξω

δεν ήξερε από φτώχεια και ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα πλάσμα ελεύθερο

μετά έκανα την καμπούρα του διαβάσματος

για τη διατήρηση της αιώνιας αμηχανίας

ο πατέρας μου δεν το έβρισκε φυσιολογικό

και το σταμάτησα

ήθελα σαν τον σκίουρο να τελειώνω, να κοντεύω, να φτάνω. Πού;

Και οι μήνες περνάνε σαν αγκάθια που τα κατάπιε το δέρμα.


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Τα κύτταρά μου κάνουν συνεχώς στροφές και σε ψάχνουν

το χέρι μου χαϊδεύει τη σκόνη στον αέρα και φτιάχνει μορφές.

-Τα άλλα σώματα λένε ψέματα, μήπως λέει και το δικό μου;-

Ράβονται και ξαναράβονται οι φαντασιώσεις στη μνήμη

οι άνθρωποι μοιάζουν όλο και πιο πολύ με τον θεό 

όταν ξεριζώνουν τις καρδιές τους 

τις μέρες που πατάνε τις άλλες μέρες 

και λιώνουν σαν ξερά φύλλα σε μία απότιστη γλάστρα.

Μέσα στα κουτιά χώνονται οι καινούργιες ζωές

κτίζουν γωνίες από χαρτιά με αξία ανεξέλεγκτη,

τα πλούσια δωμάτια εγκυμονούν το τέλος του κόσμου

μικροί πολιτικοί μας δαγκώνουν τις φλέβες και τα πόδια, 

φαντάσματα τα χρέη μας στάζουν στις βρύσες τα βράδια,

ο μεγαλύτερός μας εφιάλτης γεμίζει το σούρουπο ποτήρια

-κι εμείς; 

Μένουμε αγάλματα μπροστά στον καθρέφτη. 

Αξίζει κάτι; Έλα να δραπετεύσουμε. 


Οι τηλεοπτικές μεταφορές μοιάζουν όλο και πιο πολύ με εμάς, 

σκιές που γελάμε κρυφά για να μην ακούσουν οι μανάδες μας,

οι έγνοιες και οι λύπες μας.

Γνωριστήκαμε μόνο με τα ρούχα και με λόγια που κάνουν πως ξέρουν τι λένε

ντρεπόμαστε και αυτό το συναίσθημα είναι το μόνο που καταγράφεται στη σάρκα.

Φτιάχνουμε σίδερα και σοβάδες για να κρατάνε τη γη να μην πέσει

κι ω τι κρίμα, δεν αναπνέουμε από ευγένεια

όσο η νιότη μας στριμώχνεται σε δωμάτια που δεν μας χωράνε.


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Θέλω να βρεθούμε έξω από τους θόλους, 

μακριά από κριτικές επιτροπές και κρατικές απάτες, 

μακριά από αυτά που μας ποδοπάτησαν με φροντίδα,

να μυρίζουμε απλώς λίγο δάσος και λίγη αγάπη.

Ποιος είναι ο τρόπος που τελειώνει; 

Οι δολοφόνοι δεν λέγονται δολοφόνοι,

οι διαφορετικοί πεθαίνουν πιο γρήγορα,

κάποιοι ζωντανοί είναι πιο σημαντικοί από άλλους,

τα σώματα που έφτιαξαν για εμάς δεν είναι δικά μας,

κι όταν σού λένε ότι δεν είσαι καλός στο σχολείο

οι ήπειροι γράφουν την εκδίκησή τους.

Κάθε φορά που ένας πατέρας δεν λέει ότι αγαπάει το παιδί του

ένα αστέρι εκρήγνυται. 


Τα εγκόσμια λάμπουν συνεχώς μεγαλύτερα 

δεν ξέρουν τι θα πει φτώχεια και συνήθεια

κλείνουν την ερημιά σε γιγάντια βάζα που κτίζουν τον φόβο

για τη ματαιότητα και μας κρατάνε με μία απορία

απέναντι στον κίνδυνο. 

Μην ξεχαστούμε μέσα στον ύπνο μας 

κι έρθει και μας πνίξει το χάος. 

Δαγκώνει δεν δαγκώνει; 

Ξανά τα χέρια στις τσέπες και όχι πολλές κινήσεις

η θερμοκρασία είναι ακόμα χαμηλή, 

είναι ακόμα Φεβρουάριος,

τα πουλιά έχουν αποδημήσει ήδη

το τσάι κρυώνει σε ένα λεπτό, ενώ χρειάζεται τέσσερα για να γίνει

και είναι στα τελευταία τέσσερα λεπτά που κάνεις ακριβώς τις ίδιες κινήσεις.

Η φιγούρα σου διαγράφεται πάνω στα άλλα πρόσωπα που προσπερνάς. 

Αν ακουμπήσεις τον ώμο μου, κάνε μία ευχή

και πες μου τι θα γίνει. 


Χειμώνας 2023, Αθήνα


Invitation


I want to meet you

so I don't forget that we once were

under the same sky

witnessing this mass fainting 

of two thousand and something years

in the same streets of the groaning city.


I want to meet in the alleys I'm afraid to cross

in the houses beneath the exhausted women, the repetitive men, 

in front of doors that will never open to reveal themselves

the faces of the genderless sexes with the assumption - what if - nailed to their foreheads

run into the alley with the Chinese working for white men.

where the Arabs gather and talk too much and we can't understand what they're saying.

In the magical places where they hang out 

the cats who have found the meaning of life

and they are always warm with their fur inside their fur 

without screens

all beautiful behind beautiful even if they are ugly,

the back doors of expensive restaurants

where the waitresses take a cigarette break

and sing the discount like sirens of the night

to pass streets and monuments dead

to visit the city that opens up to us as a stranger. 


My friends don't talk about what hurts. 


On the tiles comes the black of the cloud that accumulates 

on our faces, in the potholes black darkness gathers

and it is still January, the nights bring one after another

as if nothing has happened

no one dares to overturn the universe

the raindrops are the only ones that slip off the rooftops

and all the things people have done, what will happen to them?


I read a book and another to forget what it would be like 

if time was stretched to those minutes you touched 

your back against the wall across from me and your eyes stayed on mine 

and we understood each other, spoke without voices, without touching, without information.

our bones were getting closer, but they were at a distance, time, time was short and grew

And my thoughts hopefully crossed the road with the cars that separated us, 

the people who run all day in subways and streets, in exhaust fumes, in places and other places, without affection, they have forgotten and continue to erase, 

and they keep going to find out what - nobody knows -

people who hesitate to take on the truth

people like you and me

and my tea is cold on the floor,

because I don't have a table. 

I wish this confession was a haiku, but it's not. 

I'll close here. 


My friends don't talk about what hurts. 


Wandering, do those circles around the sun

know what change they cause in the fingers which have forgotten to touch? 

Except for the flowers

on my balcony that dare not to grow

for them there is infinity ahead 

while for me in my hair a white hair and then another 

maybe somewhere in there

and because I am still young

they tell me my age does not show

but my legs and my back hurt 

and I will come to the universe to break it

the way it is breaking me day by day 

and at that moment of disintegration

I invite you, come with me.


Have you learned everything? You sure? 

Questions are stuck on the noise that goes on forever,

without stopping.

Have you sorted out all your dreams

the thoughts you have just before the coffee is done 

like the ladies who stand smoking at the edge of the window 

while they watch the spectacle,

your autumn tears that have dwindled

because you hadn’t eaten

the winter chills that start from within

and eat you from the outside

and the summer loves that you've forgotten what they said

and if they ever had anything to say.

Loudly are the songs you heard from the cars passing by

and twisted your stomach with memories

of all the things you never, ever dared to do.

The damn roar, the noise of the pause.


No matter how many times I look at the ceiling, it always looks back at me. 

I am tired of these days, I want to see you

before I leave lying on a mattress that has been used up

I want to see you before the lights go out in the hallway

before the bell rings for nobody to be

before they call me to tell me nothing

before the flock of birds flies away and the other one comes for spring

because it is still January and how will it pass? 


That squirrel that went from poplar to poplar 

in those holidays when the wind whistled on the leaves

and my pendant shone in the lines of the sun 

as I turned like a little planet to look at him

he knew no poverty and it was the first time I ever saw a creature free

Then I did the hump of reading

to preserve the eternal perplexity

my father didn't find it normal.

and I stopped.

I wanted like a squirrel to finish, to come close, to arrive. Where?

And the months go by like thorns swallowed by the skin.


My friends don't talk about what hurts. 


My cells keep turning and turning and looking for you

my hand caresses the dust in the air and makes shapes.

-The other bodies lie, does mine lie?

The fantasies sew and sew again in memory

people are becoming more and more like god. 

when they tear out their hearts 

on the days when they step on other days 

and they melt like dry leaves in an unclean pot.

Into the boxes are shoved the new lives

they build corners of paper with value unchecked,

the rich rooms portend the end of the world

little politicians bite our veins and legs, 

ghosts of our debts drip our taps at night,

our greatest nightmare fills our glasses at dusk

-And what about us? 

We remain statues before the mirror. 

Is it worth anything? Let's escape. 


TV metaphors are becoming more and more like us. 

Shadows, we laugh at in secret so our mothers won't hear,

our worries and sorrows.

We know each other only by clothes and words that pretend to know what they are talking about

We are ashamed and this feeling is all that is recorded in the flesh.

We make iron and plaster to keep the earth from falling

And what a pity we do not breathe with kindness

while our youth is crowded into rooms that cannot hold us.


My friends don't talk about what hurts. 


I want to meet outside the domes, 

away from juries and government shenanigans, 

away from those who have trampled us with care,

just to smell a little forest and a little love.

What is the way it ends? 

Murderers are not called murderers,

different ones die faster,

some alive are more important than others,

the bodies they made for us are not ours,

and when they tell you you are not good at school

the continents write their revenge.

Every time a father does not say he loves his child

a star explodes. 


The mundane worlds shine ever larger 

They do not know what poverty and habit mean

they enclose the desolation in giant jars that build fear

of futility and keep us wondering

in the face of danger. 

Let us not forget in our sleep 

and the chaos not come and drown us. 

It bites, doesn’t it? 

Again, hands in pockets and not too much movement

the temperature is still low, 

it's still February

the birds have already migrated

the tea cools down in a minute, while it takes four to make it.

and it is in the last four minutes that you make exactly the same movements.

Your figure is silhouetted against the other faces you pass. 

If you touch my shoulder, make a wish

and tell me what happens. 


Winter 2023, Athens, Greece