Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

Στο στρώμα

 

με καταπίνει το κρεβάτι μου

το βουητό μιας ηλεκτρικής σκούπας του πάνω ορόφου

τα μανταλάκια σε αποσύνθεση πάνω σε μία μεταχειρισμένη ξαπλώστρα που τσιμπάνε ακόμα τη σκουριά

οι σκόνες που αιωρούνται σε μία χαραμάδα ήλιου

οι ρωγμές στη σάρκα του τοίχου στον κήπο

οι φωνές σε άλλες γλώσσες από τον αεραγωγό

οι μακρινοί ήχοι αυτοκινήτων που περνάνε από κάποιον δρόμο γύρω

τα γατιά που περιφέρονται στον ακάλυπτο

μία πεσμένη κάλτσα του τρίτου ορόφου βουτηγμένη στη λάσπη

μία πρίζα που κρέμεται γιατί εγκαταστάθηκε λάθος

δύο διαφορετικά αστεράκια στο ταβάνι

μία κουρτίνα που κρέμεται

αράχνες με αποικιοκρατικό ένστικτο

καθρέφτες που ξεχνούν να αντικατοπτρίσουν

μουλιασμένες πετσέτες στον πάγκο της κουζίνας

ένα ραγισμένο πλακάκι και δέκα ραγισμένα πιάτα για μακαρόνια

ένα συρτάρι χωρίς χερούλι

κακοβαλμένοι σοβάδες στις γωνίες και πόρτες που δεν κλείνουν οριστικά

παντζούρια μόνιμα κλειστά

λίγη τέχνη αφώτιστη

αρχινισμένα βιβλία

ένας ουρανός τετραγωνάκι που αλλάζει χρώματα

μισοτελειωμένα καθαριστικά

σωλήνες χωρίς χρησιμότητα

πεταμένα ρούχα και βαφτικά

ένας ήχος επίπλου που σέρνεται 

λεκέδες στα χθεσινά παπούτσια

μία ξεχασμένη βαλίτσα του πενήντα ανοιχτή στον διάδρομο

το φως που τρεμοπαίζει διστακτικά

ένα μαραμένο μπαμπού 

μία μισοτελειωμένη κούπα καφέ

κι ένα τασάκι με ένα τσιγάρο


η μυρωδιά σου έχει ποτίσει το στρώμα 

όλα γύρω εδώ πεθαίνουν



Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Η κυρία στο παράθυρο

Η κυρία στο παράθυρο παρήγγειλε μπίρα βαρέλι. Ζήτησε τον κωδικό του wifi και έψαχνε στο τάμπλετ της για την κούβα και τις μπαλαρίνες. Είχε την πλάτη όρθια και χαιρετούσε τον κόσμο με ένα ευγενικό νεύμα, ακόμα κι όταν δεν την χαιρετούσαν πίσω. Ήταν ντυμένη με μαύρη δαντελωτή μπλούζα κι ένα παντελόνι αυστηρό, την έκανες για πλούσια. Ήθελε να αλλάξει ζωή. 

Διάφορα βλέμματα τραβούσε, καθώς πληκτρολογούσε ένα μήνυμα στο κινητό της που θα άλλαζε σύντομα τη ροή του κόσμου της για πάντα. Κάτι καθοριστικό στην εμφάνισή της ήταν ότι της έλειπε ένα χέρι. Οπότε μία έγραφε, μία άφηνε το κινητό και ρουφούσε επιδεικτικά το τσιγάρο της. Η εναλλαγή αυτή γινόταν χωρίς σταματημό.

Όταν ο άνδρας μπήκε στον χώρο η κυρία σταμάτησε τη μανιακή πληκτρολόγηση και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο. Γύρισε και τον κοιτούσε. Ο άνδρας φορούσε μία μαύρη καμπαρντίνα, ένα σκούρο πουκάμισο χωρίς κουμπιά και ένα ξεθωριασμένο τζιν παντελόνι. Τα μάτια του έμοιαζαν με γερακιού. Την πλησίασε και παραλίγο να ξεκινήσει ένας μεγάλος έρωτας που ίσως και να μπορούσε να κρατήσει για πάντα. 

Πλησίαζε το ξημέρωμα και στην άλλη πλευρά της πόλης, ο κόσμος ήδη καταστρεφόταν μετά από το πάτημα ενός κουμπιού. 

Στις όχθες της θάλασσας μία κοπέλα περπατούσε, περπατούσε κι όλο έμπαινε προς τα μέσα και όλο και πιο μέσα και δεν σταματούσε. Ώσπου στο τέλος, τα μαλλιά της την τύλιξαν και βάρυναν μέσα στο νερό. Στάζανε και την περικύκλωναν όσο προσπαθούσε εκείνη να μπει πιο μέσα. Όταν βυθίστηκε και η τελευταία της τούφα μέσα στο νερό, όλα σιώπησαν μέσα σε ένα μιλισεκόν. Γύρω επικράτησε μία βαριά βουβαμάρα. 


Εξίσωση

προϊόντα σε υπερπαραγωγή

διαδικασία πολιτιστικής λειτουργίας υπό εξέλιξη

ο Χι αγγίζει την Ψι

επικέντρωση βάθους ολιστική

η Ψι σκέφτεται πως είναι από διαφορετικό κατασκευαστή

η τοποθέτησή τους στον χώρο ατελής

η παράλληλη εξάπλωσή τους είναι διαρκής

η επιθυμία τους διακαής 

οι διαμεσολαβητές τους διαχωρίζουν

η ιστορία τους είναι υπό εξέλιξη

το όνειρό τους είναι κλασικό μικροαστικό

το σήμα αναμεταδίδεται σε τόπο πραγματικό

η πολυμορφία που αναπαράγεται μέσω διαδικασιών ρήξης

όταν έρχεται η Μι μετατρέπει το οτιδήποτε 

σε μη αυτονόητο 

Φέτες μπέικον

Πήρε τις φέτες μπέικον με αυτά που μάζεψε 

στη γύρα. 

Κάθισε στο παγκάκι και προσπαθούσε 

μανιωδώς να ανοίξει τη συσκευασία με το χέρι. 

Απέναντι οι καμπάνες της εκκλησίας 

και μπροστά θόρυβος από το σιντριβάνι 

της πλατείας. 

Σε μία μπλε σακούλα είχε καθαρό τσίπουρο

κι έπινε από το πλαστικό μπουκάλι. 

Δίπλα τα μυρμήγκια πήγαιναν κι έρχονταν

θαρρείς κι ο κόσμος ήταν φτιαγμένος για αυτά, 

με τις πλάτες τους φορτωμένες διπλάσια 

τον όγκο των μικροσκοπικών σωμάτων τους.

Ο Άγιος Νικόλαος σιωπούσε,

ο ήλιος υπόκωφος κι ένα μαύρο

σύννεφο

που ήθελε να σκάσει

αυτή την αφόρητη ζέστη. 


Υπόγειο

 Οι μυρωδιές είναι πιο έντονες στα υπόγεια

η φθηνή λαδομπογιά του μπογιατζή 

που βάφει Κυριακές και Τετάρτες την πολυκατοικία,

κάθεται στα βλέφαρα και στη μύτη σου,

γίνεται άλλος ένας λόγος να μη κοιμηθείς 

κι απόψε.

Οι εργάτες της ΔΕΗ φτιάχνουν τα παλιά 

ρολόγια και κατουράνε δίπλα στην πόρτα σου.

Στην αρχή, ήρθαν δύο αλλά δεν τα κατάφεραν,

μετά ήρθαν κι άλλοι με το βύσμα

και τα έφτιαξαν. 

Αργά το μεσημέρι έφυγαν κι έμειναν μόνο 

οι μυρωδιές που σου δένουν το στομάχι

και η βαλίτσα στο τέρμα του διαδρόμου

που είχατε μαζέψει από τα σκουπίδια 

ένα βράδυ μεθυσμένοι

και είχες πει ότι θα παίξει σε ταινία,

γιατί είναι βίντατζ

αλλά τελικά έμεινε εκεί.

Μαζί με τα μπάζα και τις μπογιές

κι εσένα

μέσα στο καταραμένο υπόγειο.

Ηφαίστειο

 Άφησε λίγο την πληροφορία 

και έλα να πιάσουμε την ποίηση 

που συμβαίνει

όταν φιλιέται η λάβα με τα βράχια.

Μα όταν ξεκολλάει το μάγμα

επικρατεί η παράνοια.