Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Παθαίνουμε Χρόνο


Παθαίνουμε χρόνο μη κλαις

δεν προλαβαίνουμε

μουλιάζουμε στις μικρές τις στιγμές

πολιτείες από ατσάλι και σίδερο

θα βρεθούμε ξανά μη μου λες

μη σε χάσω με χάσεις

ειπωθεί το ανείπωτο

κλείνω τα μάτια κρατάω

φοράω ασπίδες 

υπόγεια κυκλώματα

twin peaks σημύδες

στο βάθος χωρίς 

μοιράζω εσένα μοιράζω το αίμα μου

μία ιστορία φτιαγμένη με κέρμα

πάνω απ’το έρμα εσύ είσαι το κέντρο μου

θες να με δέσεις και να με φιμώσεις

δεν κάνω νάζια

είμαι παράσιτο κοιμάμαι μόνη μου

τρέφομαι με ενοχές και χαλάζια


Χωρίς Χωρίς 

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Γράμμα που δεν θα διαβάσει ποτέ


Μωρό μου.

Ό,τι ήταν

Έρωτας ήταν ή δεν ήταν

Αγάπη ήταν ή δεν ήταν 

Δούρειος ίππος ήταν ή δεν ήταν

Δεν θα μάθουμε ποτέ

Γίναμε κι εμείς

Αυτό που παριστάνουν όλοι οι υπόλοιποι, μωρό μου

Αντικείμενα προς κατανάλωση

Εγώ πάντως να ξέρεις

Ξέρω ότι βλέπεις πρώτος τα στόριζ μου

Ξέρω ότι δεν καταλαβαίνεις γρι από ό,τι ήμουν, είμαι και θα είμαι

Ξέρω ότι δεν ξέρεις καν ποιος είσαι εσύ, άλλωστε το είχες πει

Οι ταυτότητες πλέον συγχέονται επικίνδυνα

Θαρρείς πως κάτι πάει να αλλάξει, αλλά βλέπω τον μηδενισμό μας, μωρό μου 

Γιατί ο καπιταλισμός, δεν φταίει κανείς, δεν φταις εσύ που τίποτα δεν ήξερες να πεις, δεν φταίω εγώ που πολλά προσπάθησα να σου πω και δεν καταλάβαινες

Οι γηραιότερες και πιο σοφές γυναίκες λένε απλώς ότι δεν ήσουν αρκετός 

Λένε πως θα βρω κάποιον καλύτερο, πως τυφλώθηκα-σάμπως αυτές τι κάνανε και όλα αυτά τα ξεστομίζουν έτσι απλά 

Λένε πως θα περάσει

Πως έρωτας είναι και άλλο τίποτα

Εγώ, θέλω να στο επαναλάβω, γιατί αυτό μάλλον δεν το έχεις πιάσει σωστά σίγουρα, μωρό μου

Εγώ μπορεί να είμαι στρέιτ, αλλά με κανέναν καπιταλισμό ποτέ μα ποτέ μα ποτέ δεν τα πήγα καλά, μωρό μου

Κι αυτό, θέλω να το ακούσεις, γιατί ξέρω ότι διαβάζεις και τα ποιήματά μου και ας μη καταλαβαίνεις τίποτα 

Για μένα, είσαι εκεί, αληθινός όπως ήσουν

Σκάρτος, ελλιπής, λάθος σε πολλά, σε πολλά που θα μάθεις αργότερα, σε πολλά που μπορεί να μη μάθεις και ποτέ

Αλλά είσαι. Εγώ για σένα, παραμένει ερώτημα μέσα μου και αυτό θέλω να λύσω, γιατί στην τελική ο καπιταλισμός μας έχει κάνει κουλουβάχατα, ρε μαλάκα και δεν ζητάω σόρι για την έκφραση, το εννοώ. Μη ξεχνάς πως είσαι μαλάκας, παρότι σε εκθειάζω, εντάξει, δεν θα τα πω εγώ τώρα, τα έχει πει ο Ντίνος πιο μπροστά, είχε και μόνιμο σπίτι, εγώ χαροπαλεύω, άσε μας. 

Τέλος πάντων, μωρό μου, τι έλεγα. 

Α, ναι. Ξέχασα. 

Αυτά που σου είπα, εκείνο το βράδυ που ήμουν κολλημένη στο αυτί σου, εσύ, 

εσύ με είχες κολλήσει στο κεφάλι σου με το χέρι σου και ήμουν από πάνω σου. 

Ναι. Και σου ψιθύριζα, δεν ξέρω καν πώς γράφεται η λέξη, γιατί αυτές οι λέξεις δεν γράφονται, όλοι φωνάζουν.

Ναι. Σου ψιθύριζα, λες και ήταν όνειρο και έχω δει πολλά. Λες και ήταν ταινία και έχω δει χιλιάδες. Λες και ήταν βιβλίο, έχω διαβάσει δεν θα σου πω πόσα. 

Και ό,τι σου είπα ήταν προσπάθεια. Να έρθω εκεί που χάνεσαι, αλλά χάθηκα κι εγώ αντί να σε βρω. Με έστειλες εκεί που σε έστειλαν, μωρό μου. 

Αδιάβατα. Όχι, αδιάβαστα. Εδώ δεν είναι ίνσταγκραμ και λυπάμαι που το ζεις έτσι. Λυπάμαι που κι εγώ προσπάθησα να αναμορφωθώ, άτομο με τέσσερα πτυχία και άλλα ποσά πιστοποιητικά, για σένα. Καλά, όλα θα γίνουν ιδιωτικά στην Ελλάδα και εγώ θα αχρηστευθώ, παρότι χάρη σε μένα πολλοί θα πάρουν πτυχία.

Ναι, μωρό μου. Και σε ρωτώ. Εκείνη τη νύχτα. Που σου μίλησα σαν να είμαστε μόνο εμείς πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Και σου έκανα μία τιμή. Όχι από αυτές που ξέρεις, αλλά από τις άλλες. Θέλω να ξέρεις, ότι δεν με έφερες εσύ σε οργασμό, αλλά εγώ. Μόνο εγώ. Και για αυτό σε ευχαριστώ. Επειδή για λίγο, ελάχιστα. Με είχες αφήσει να έλθω. 

Μετά από αυτό, εύχομαι ποτέ ξανά. Να μην αφήσω κανέναν να με καταναλώσει. Εσύ δεν φταις. Άλλωστε, από την αρχή μού είχες πει ότι δεν αποχωρίζεσαι την κόκα κόλα.

Φιλάκια. 


Χωρίς Χωρίς


Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Όρη υπό αγάπη

Υπό αγάπη όροι

όρη υπό αγάπη

πληρωμένο

πεπρωμένο

εξαλείψει 

εξαντλήσει

εξαθλιωθεί

εξαρθρωθεί

λεξιπλασία

λεξικλασία

φρίκια

φύκια

σοκ 

ψολ

προσβλιμέντο

κοπλιμέντο

ταπεραμέντο

ταβλιμέντο

τι θα πάρεις

τι θα πιεις

τι θα πριείς

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Άτεχνα

Σε κανέναν δεν αρέσει η τέχνη μου

Και χαίρομαι πάρα πολύ 

Γιατί κάνω τέχνη και είμαι γυναίκα 

Και κάνω τέχνη που δεν αρέσει σε κανέναν 

Και αν ήμουν άνδρας με όνομα ανδρικό

Θα είχα πέραση

Αλλά τώρα τι να το κάνεις 

Η ομορφιά μετράει μόνο η ομορφιά 

Για τους άλλους 

Γιατί για μένα

Η τέχνη

Η άσχημη τέχνη αυτή που δεν αρέσει σε κανέναν 

Αυτή θέλω 

Αυτή χρειάζομαι

Αυτή με έχει κρατήσει ζωντανή 

Έναντι όλων



Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Τι είχαμε τι χάσαμε

Τι είχαμε τι χάσαμε

Κάπου το χάσαμε

το βρήκαμε

το ξαναχάσαμε

το ξαναβρήκαμε

το ξαναχάσαμε

το ξαναβρήκαμε

το ξαναχάσαμε

το ξαναβρήκαμε

το ξαναχάσαμε

και η ιστορία

-ξέρεις-

είναι καταραμένη

να επαναλαμβάνεται. 

Κολλημένη στην κίνηση

Κόλλησα

Μερικές φορές δεν είναι κακό να κολλάς

Αλλά ούτε και καλό

Ίσως δεν έχει κανένα πρόσημο

Ίσως απλά συμβαίνει

Το φυτό ήδη μαράζωσε

Επειδή του άλλαξα θέση

Φαντάσου εγώ 

Που αλλάζω θέση κάθε τρεις και λίγο

Για να είναι οι άλλοι άνετα για να μη πληγωσω κανέναν για να μη πούνε τίποτα για να μη ζορίσω κάποιον παραπάνω για να μη στενοχωρήσω για να μη χάσω κι αυτά τα λίγα που έχω 

Γιατί δεν είμαι πλούσια, δεν είμαι άνετη εγώ, είμαι πληγωμένη, λέω συνέχεια πράγματα, ζορίζομαι παραπάνω, στενοχωριέμαι εύκολα γιατί χάνω σιγά σιγά κι αυτά τα λίγα που έχω

Άρα η αλλαγή θέσης ίσως να μην είναι σωστή τακτική

εδώ το φυτό το είδες

Κι εγώ πάντα το έλεγε ο συμμαθητής μου στο γυμνάσιο

Είμαι φυτό

Μερικές φορές νιώθω το μεγαλύτερο φυτό που έχει υπάρξει ποτέ

Ξέρω ότι δεν είμαι

Αλλά δεν συναντώ συχνά αντίστοιχα φυτά

Και είναι αυτή η μοναξιά της θέσης

Της θέσης που έλαχε

Και μετά σκέφτομαι ότι δεν είναι αλήθεια τίποτα από όλα αυτά 

Δεν είμαι φυτό

Και μπορώ να κινηθώ

Αλλά μαραζώνω εύκολα σαν το φυτό 

Και πώς να ζήσω έτσι

Κολλημένη στην κίνηση 


Τρίτη 30 Μαΐου 2023

Σκοτεινό


Τελευταία το αγαπημένο μου επίθετο είναι το σκοτεινό. 

Γιατί ζούμε σε εποχές που κι αν νομίζαμε ότι αλλιώς θα γίνονταν τα πράγματα, δεν θα γίνουν. 

Κι αν νομίζαμε ότι κάποιοι θα πείθονταν για το κάτι άλλο, 

δεν θα πειστούν. 

Και ο κόσμος παίρνει τη βόλτα του και ο καθένας από εκεί και πέρα τη δική του, την ατομική και όποια ζήσει. 

Κι αυτό δεν μας το έμαθε κανείς, γιατί δεν μαθαίνεται. 

Ποιος θα σου πει ότι κοίτα μόνο τον εαυτό σου 

και κοίτα το δικό σου καλό κι ας τους άλλους να ψοφήσουν. Αφού αυτός εκείνο το ίδιο εφαρμόζει και στη δική του ζωή, 

χωρίς να στο παραδεχθεί ποτέ. 

Άλλωστε, αν φύγαμε από τη ζούγκλα, 

ίσως και να ήταν λάθος. 

Ίσως εκεί επιστρέφει ξανά και ξανά η ανθρωπότητα, 

γιατί τίποτα μέχρις στιγμής δεν έκανε σωστά. 

Δεν κοίταξε γύρω της να πάρει την αγκαλιά που χρειάζεται, ένα χάδι, μία φροντίδα. 

Κι άρα πού να μπορέσει να δώσει, όντας μία φτωχιά. 

Κι αυτοί που αγαπάνε όντως, κι αγαπάνε αλήθεια, 

έμειναν λίγοι στον κόσμο. 

Η αγάπη ίσως και να είναι είδος συναισθηματισμού υπό εξαφάνιση. 

Γιατί η αγάπη δεν έχει όρους, δεν έχει περιορισμούς. 

Η αγάπη είναι ελευθερία ύπαρξης, ανάσα, βίωμα. 

Αν η αγκαλιά αυτή συνεχίσει να λείπει, θα ξεχάσουμε σε λίγο και τι ήμασταν. 

Και καμιά σημασία δεν θα έχει, αρκεί να διατηρήσουμε αυτόν τον εαυτό που βγάζει αυτοάνοσα και παθαίνει έλκη, που κάνει αφαίμαξη με κόκα κόλα και ανούσιες επαφές, που ψάχνει να αυτοκαταστραφεί για να μη δει οχι αυτό που είναι, αλλά αυτό που έχει καταντήσει.

Σκοτεινό. Πολύ σκοτεινό. 



Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Απλές εικόνες

Θέλω να γράψω 

Και όσα μού έρχονται τα παίρνω από εικόνες, φωτογραφίες ή άλλες κινούμενες εικόνες

Όλα γύρω τα βλέπω σαν εικόνες, τα ακούω, τα νιώθω, τα μυρίζω σαν εικόνες

Έτσι δεν είμαι πια σίγουρη ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να είναι μόνο δικό μας

Κάτι που έχουμε σκεφτεί μόνο δικό μας

Μπορεί απλώς να προσπαθούμε περίπου να πούμε με άλλους τρόπους τις πρώτες σκέψεις του πρώτου ανθρώπου και επειδή χαθήκαμε στη μετάφραση 

Καταδικαστήκαμε να τα λέμε και να τα ξαναλέμε μεταξύ μας

έχουμε αναπτύξει πολύπλοκες τεχνολογίες ώστε οι πληροφορίες να πηγαίνουν σε κάθε επόμενη γενιά όλο και πιο παραμορφωμένες

είναι σαν να κάνουμε έναν αγώνα κάθε άτομο ξεχωριστά και όλα μαζί για να χαλάσουμε αυτό που προϋπήρξε και να κτίσουμε κάτι άλλο, χωρίς πλάνα και σχέδια για το καλύτερο

απλώς να συνεχίζουμε

για να συνεχίζουμε και όλο λέμε κάπου θα φτάσουμε ή όλα καλά θα πάνε

ναι μπορεί

όμως μπορεί και να μην υπάρχει τέλος

μπορεί απλώς να αυξανόμαστε σαν καρκινικά κύτταρα και να πηγαίνουμε από εδώ κι από εκεί

ψάχνοντας απαντήσεις μέσα στις ίδιες μας τις ερωτήσεις που εμείς δημιουργήσαμε

χωρίς να φαίνεται κάτι σημαντικό να αλλάζει

στο τέλος ίσως μας σκοτώσει ο ίδιος ο οργανισμός

αν δεν είμαστε αρκετά δυνατοί για να τον κατατροπώσουμε εμείς ΄

όπως άλλωστε κάνει κάθε καρκίνος

από την άλλη, προφανώς κι έχω άδικο

γιατί κι αυτό από μία εικόνα το πήρα, από κάπου, δεν θυμάμαι,

γιατί ξεχνάω κιόλας

οπότε ή έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία τι εικόνες παίρνουμε κι από πού 

ή απολύτως καμία. 

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Γιορτή του έθνους

25η Μαρτίου και τα λεωφορεία μυρίζουν σκορδαλιά και φτώχια

οι ελληνικές σημαίες είναι πια τσαλακωμένες

και καλύτερα θα ήταν καμένες

στον ουρανό πολεμικά αεροπλάνα πετάνε με ευθυμία

δεν έχουν δει αίμα, δεν τα οδηγάνε γυναίκες

θα ήθελα να είμαι η φωτεινή νεράιδα του χόντος

να σπάσω τη βιτρίνα και να βγω να πετάξω ελεύθερη

να χαμογελάσω χωρίς πρόσωπο

ένας σκύλος περπατάει στραβά σαν κάβουρας

πολλοί άνθρωποι στους δρόμους στα χαμένα

κάνουν πως είναι χαρούμενοι με καφέδες στο χέρι

μόνο οι μετανάστριες στέκονται στις στάσεις

με μπαγκάζια από μία άλλη ζωή, γυναίκες που αναβοσβήνουν

μέρα ηλιόλουστη περιμένω κι εγώ δεν ξέρω τι

ξέρω ότι δεν θα πάμε στον ίδιο παράδεισο

αλλά είμαστε σίγουρα στην ίδια κόλαση

γιορτή του έθνους σου λέει μετά

χαίρω πολύ. 

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Μάστερσεφ

 Κάποιες φορές 

απλώς θέλω να καταρρεύσω

όχι σαν τη Μανωλίδου στο μάστερσεφ

στ'αλήθεια

ναι

δεν κάνω πλάκα,

δεν είναι αστείο,

απλώς,

η ποίηση αναβάλει αυτό που όντως θέλει να προβάλει

και για αυτό κάποια στιγμή

θα αφανιστεί

και μπορεί να ξεχάσουμε ότι όντως υπήρξε

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Καλύπτοντας πλήρως

Καλύπτοντας πλήρως το στόμα και τη μύτη,

καθ' όλη τη διάρκεια παραμονής σας

καλύπτοντας πλήρως, 

καλύπτοντας, 

πλήρως, πλήρως, πλήρως, 

καλύπτοντας το στόμα και τη μύτη. 

Ξαπλώστε, χαλαρώστε,

καλύψτε το στόμα και τη μύτη

μη παραμένετε 

μη καπνίζετε κάνει κακό στην υγεία

καλύπτετε το στόμα και τη μύτη

μην αναπνέετε από τη μύτη και το στόμα

κάνει καλό στο στόμα και στη μύτη

καλύπτοντας πλήρως το στόμα και τη μύτη

πλήρως, πλήρως, πλήρως

θάνατος, θάνατος, θάνατος

χωρίς στόμα χωρίς μύτη

δίχως χωρίς ίσαμε από

κρατήστε αποστάσεις

μη πλησιάζετε ο ένας τον άλλον

καλύπτοντας πλήρως το στόμα και τη μύτη. 


Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Πρόσκληση

Θέλω να βρεθούμε

για να μη ξεχάσω πως κάποτε υπήρξαμε

κάτω από τον ίδιο ουρανό

μάρτυρες σε αυτή τη μαζική λιγοθυμία 

των δύο χιλιάδων κάτι χρόνων

στους ίδιους δρόμους της πόλης που στενάζει.


Θέλω να βρεθούμε στα στενά που φοβάμαι να διασχίσω

στα σπίτια από κάτω των εξαντλημένων γυναικών, των επαναλαμβανόμενων ανδρών, 

μπροστά από πόρτες που δεν θα ανοίξουν ποτέ για να φανερωθούν

τα πρόσωπα των έμφυλων άφυλων με την υπόθεση –τι θα γινόταν αν- καρφωμένη στο κούτελο

τρέξε να βρεθούμε στο στενό με τους κινέζους που δουλεύουν για λευκούς

εκεί που μαζεύονται οι άραβες και μιλάνε πολύ και δεν καταλαβαίνουμε τι λένε

στα μαγικά σημεία που συχνάζουν 

τα γατιά που έχουν βρει το νόημα της ζωής

και είναι πάντα ζεστά με τη γούνα τους μέσα στη γούνα τους 

χωρίς οθόνες

όλα όμορφα πίσω από όμορφα ακόμα κι αν είναι άσχημα,

στις πίσω πόρτες ακριβών εστιατορίων

όπου οι σερβιτόρες κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο

και τραγουδούν την έκπτωση σαν σειρήνες της νύχτας

να περάσουμε δρόμους και μνημεία νεκρά

να επισκεφτούμε την πόλη που μας ανοίγεται ξένη. 


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Στα πλακάκια βγαίνει το μαύρο του νέφους που συσσωρεύεται 

στα πρόσωπά μας, μέσα στις λακκούβες μαζεύεται μαύρο σκοτάδι

και είναι ακόμα Γενάρης, τα βράδια φέρνουν το ένα μετά το άλλο

σαν να μην έχει συμβεί τίποτα

δεν τολμάει κανείς να ανατρέψει το σύμπαν

οι σταγόνες της βροχής είναι οι μόνες που γλιστράνε από τις ταράτσες

κι όλα αυτά που έχουν κάνει οι άνθρωποι τι θα απογίνουν;


Διαβάζω ένα βιβλίο κι άλλο ένα για να ξεχάσω πώς θα ήταν 

εάν ο χρόνος παρατεινόταν σε εκείνα τα λεπτά που ακούμπησες 

την πλάτη σου στον τοίχο απέναντί μου και το βλέμμα σου έμεινε στο δικό μου 

και συνεννοηθήκαμε, μιλούσαμε χωρίς φωνές, χωρίς αγγίγματα, χωρίς πληροφορία

τα κόκαλά μας πλησιάζαν, μα ήταν σε απόσταση, ο χρόνος, ο χρόνος ήταν μικρός και μεγάλωσε

και οι σκέψεις μου ελπίζω να πέρασαν τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που μας χώριζαν, 

τους ανθρώπους που τρέχουν όλη μέρα στα μετρό και στους δρόμους, στα καυσαέρια, σε τόπους κι άλλους τόπους, χωρίς στοργή, έχουν ξεχάσει και συνεχίζουν να διαγράφουν, 

και όλο πηγαίνουν πηγαίνουν να βρούνε τι -κανείς δεν ξέρει-

ανθρώπους που διστάζουν να αναλάβουν την αλήθεια

ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα

και το τσάι μου έχει κρυώσει στο πάτωμα,

γιατί δεν έχω τραπέζι. 

Θα ήθελα αυτή η εξομολόγηση να ήταν χαϊκού, αλλά δεν είναι. 

Κλείνω εδώ. 


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Άραγε αυτοί οι κύκλοι γύρω από τον ήλιο

ξέρουν τι αλλαγή προκαλούν στα δάχτυλα που έχουν ξεχάσει να αγγίζουν; 

Εκτός από τα λουλούδια

στο μπαλκόνι μου που δεν τολμούν να μεγαλώσουν

για αυτά υπάρχει το άπειρο μπροστά 

ενώ για μένα στα μαλλιά μου μία λευκή τρίχα κι άλλη μία 

ίσως κάπου εκεί

και επειδή είμαι μικρή ακόμα

μού λένε η ηλικία μου δεν μού φαίνεται

μα πονάνε τα πόδια μου και η μέση μου 

και θα έρθω στο σύμπαν να το σπάσω

όπως με σπάει αυτό μέρα με τη μέρα 

κι εκείνη τη στιγμή της διάλυσης 

σε προσκαλώ, έλα πάμε μαζί.


Τα έχεις μάθει όλα; Σίγουρα; 

Ερωτήματα κολλάνε πάνω στη φασαρία που συνεχίζει δια παντός,

χωρίς σταματημό.

Έχεις ξεσκαρτάρει όλα τα όνειρά σου

τις σκέψεις που κάνεις λίγο πριν γίνει ο καφές 

σαν τις κυρίες που στέκονται και καπνίζουν στην άκρη του παραθύρου 

ενώ κοιτάζουν το θέαμα,

τα φθινοπωρινά σου δάκρυα που λιγόστεψαν

γιατί δεν είχες να φας

τις χειμωνιάτικες ψύχρες που ξεκινάνε από μέσα

και σε τρώνε από έξω

και τους καλοκαιρινούς έρωτες που ξέχασες πια τι έλεγαν

κι αν είχαν κάτι να πούνε ποτέ.

Παίζουν δυνατά τα κομμάτια που άκουσες από τα αυτοκίνητα που περνούσαν

και σού έστριβαν το στομάχι με αναμνήσεις

για όλα αυτά που ποτέ μα ποτέ δεν τόλμησες.

Η καταραμένη βοή, αυτός θόρυβο της παύσης.


Όσες φορές και να κοιτάξω το ταβάνι, εκείνο με κοιτάει πίσω. 

Με έχουν κουράσει αυτές οι μέρες, θέλω να σε δω

πριν φύγω ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα χιλιοχρησιμοποιημένο

θέλω να σε δω πριν κλείσουν τα φώτα στον διάδρομο

πριν χτυπήσει το κουδούνι για να είναι κανείς

πριν με πάρουν τηλέφωνο για να μού πούνε τίποτα

πριν πετάξει το σμήνος των πουλιών και έρθει το άλλο για την άνοιξη

γιατί είναι ακόμα Γενάρης και πώς θα περάσει; 


Εκείνος ο σκίουρος που περνούσε από λεύκα σε λεύκα 

σε εκείνες τις διακοπές που σφύριζε ο άνεμος πάνω στα φύλλα

και έλαμπε το κρεμαστό μου στις γραμμές του ήλιου 

όσο γύριζα σαν μικρός πλανήτης να τον κοιτάξω

δεν ήξερε από φτώχεια και ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα πλάσμα ελεύθερο

μετά έκανα την καμπούρα του διαβάσματος

για τη διατήρηση της αιώνιας αμηχανίας

ο πατέρας μου δεν το έβρισκε φυσιολογικό

και το σταμάτησα

ήθελα σαν τον σκίουρο να τελειώνω, να κοντεύω, να φτάνω. Πού;

Και οι μήνες περνάνε σαν αγκάθια που τα κατάπιε το δέρμα.


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Τα κύτταρά μου κάνουν συνεχώς στροφές και σε ψάχνουν

το χέρι μου χαϊδεύει τη σκόνη στον αέρα και φτιάχνει μορφές.

-Τα άλλα σώματα λένε ψέματα, μήπως λέει και το δικό μου;-

Ράβονται και ξαναράβονται οι φαντασιώσεις στη μνήμη

οι άνθρωποι μοιάζουν όλο και πιο πολύ με τον θεό 

όταν ξεριζώνουν τις καρδιές τους 

τις μέρες που πατάνε τις άλλες μέρες 

και λιώνουν σαν ξερά φύλλα σε μία απότιστη γλάστρα.

Μέσα στα κουτιά χώνονται οι καινούργιες ζωές

κτίζουν γωνίες από χαρτιά με αξία ανεξέλεγκτη,

τα πλούσια δωμάτια εγκυμονούν το τέλος του κόσμου

μικροί πολιτικοί μας δαγκώνουν τις φλέβες και τα πόδια, 

φαντάσματα τα χρέη μας στάζουν στις βρύσες τα βράδια,

ο μεγαλύτερός μας εφιάλτης γεμίζει το σούρουπο ποτήρια

-κι εμείς; 

Μένουμε αγάλματα μπροστά στον καθρέφτη. 

Αξίζει κάτι; Έλα να δραπετεύσουμε. 


Οι τηλεοπτικές μεταφορές μοιάζουν όλο και πιο πολύ με εμάς, 

σκιές που γελάμε κρυφά για να μην ακούσουν οι μανάδες μας,

οι έγνοιες και οι λύπες μας.

Γνωριστήκαμε μόνο με τα ρούχα και με λόγια που κάνουν πως ξέρουν τι λένε

ντρεπόμαστε και αυτό το συναίσθημα είναι το μόνο που καταγράφεται στη σάρκα.

Φτιάχνουμε σίδερα και σοβάδες για να κρατάνε τη γη να μην πέσει

κι ω τι κρίμα, δεν αναπνέουμε από ευγένεια

όσο η νιότη μας στριμώχνεται σε δωμάτια που δεν μας χωράνε.


Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε. 


Θέλω να βρεθούμε έξω από τους θόλους, 

μακριά από κριτικές επιτροπές και κρατικές απάτες, 

μακριά από αυτά που μας ποδοπάτησαν με φροντίδα,

να μυρίζουμε απλώς λίγο δάσος και λίγη αγάπη.

Ποιος είναι ο τρόπος που τελειώνει; 

Οι δολοφόνοι δεν λέγονται δολοφόνοι,

οι διαφορετικοί πεθαίνουν πιο γρήγορα,

κάποιοι ζωντανοί είναι πιο σημαντικοί από άλλους,

τα σώματα που έφτιαξαν για εμάς δεν είναι δικά μας,

κι όταν σού λένε ότι δεν είσαι καλός στο σχολείο

οι ήπειροι γράφουν την εκδίκησή τους.

Κάθε φορά που ένας πατέρας δεν λέει ότι αγαπάει το παιδί του

ένα αστέρι εκρήγνυται. 


Τα εγκόσμια λάμπουν συνεχώς μεγαλύτερα 

δεν ξέρουν τι θα πει φτώχεια και συνήθεια

κλείνουν την ερημιά σε γιγάντια βάζα που κτίζουν τον φόβο

για τη ματαιότητα και μας κρατάνε με μία απορία

απέναντι στον κίνδυνο. 

Μην ξεχαστούμε μέσα στον ύπνο μας 

κι έρθει και μας πνίξει το χάος. 

Δαγκώνει δεν δαγκώνει; 

Ξανά τα χέρια στις τσέπες και όχι πολλές κινήσεις

η θερμοκρασία είναι ακόμα χαμηλή, 

είναι ακόμα Φεβρουάριος,

τα πουλιά έχουν αποδημήσει ήδη

το τσάι κρυώνει σε ένα λεπτό, ενώ χρειάζεται τέσσερα για να γίνει

και είναι στα τελευταία τέσσερα λεπτά που κάνεις ακριβώς τις ίδιες κινήσεις.

Η φιγούρα σου διαγράφεται πάνω στα άλλα πρόσωπα που προσπερνάς. 

Αν ακουμπήσεις τον ώμο μου, κάνε μία ευχή

και πες μου τι θα γίνει. 


Χειμώνας 2023, Αθήνα


Invitation


I want to meet you

so I don't forget that we once were

under the same sky

witnessing this mass fainting 

of two thousand and something years

in the same streets of the groaning city.


I want to meet in the alleys I'm afraid to cross

in the houses beneath the exhausted women, the repetitive men, 

in front of doors that will never open to reveal themselves

the faces of the genderless sexes with the assumption - what if - nailed to their foreheads

run into the alley with the Chinese working for white men.

where the Arabs gather and talk too much and we can't understand what they're saying.

In the magical places where they hang out 

the cats who have found the meaning of life

and they are always warm with their fur inside their fur 

without screens

all beautiful behind beautiful even if they are ugly,

the back doors of expensive restaurants

where the waitresses take a cigarette break

and sing the discount like sirens of the night

to pass streets and monuments dead

to visit the city that opens up to us as a stranger. 


My friends don't talk about what hurts. 


On the tiles comes the black of the cloud that accumulates 

on our faces, in the potholes black darkness gathers

and it is still January, the nights bring one after another

as if nothing has happened

no one dares to overturn the universe

the raindrops are the only ones that slip off the rooftops

and all the things people have done, what will happen to them?


I read a book and another to forget what it would be like 

if time was stretched to those minutes you touched 

your back against the wall across from me and your eyes stayed on mine 

and we understood each other, spoke without voices, without touching, without information.

our bones were getting closer, but they were at a distance, time, time was short and grew

And my thoughts hopefully crossed the road with the cars that separated us, 

the people who run all day in subways and streets, in exhaust fumes, in places and other places, without affection, they have forgotten and continue to erase, 

and they keep going to find out what - nobody knows -

people who hesitate to take on the truth

people like you and me

and my tea is cold on the floor,

because I don't have a table. 

I wish this confession was a haiku, but it's not. 

I'll close here. 


My friends don't talk about what hurts. 


Wandering, do those circles around the sun

know what change they cause in the fingers which have forgotten to touch? 

Except for the flowers

on my balcony that dare not to grow

for them there is infinity ahead 

while for me in my hair a white hair and then another 

maybe somewhere in there

and because I am still young

they tell me my age does not show

but my legs and my back hurt 

and I will come to the universe to break it

the way it is breaking me day by day 

and at that moment of disintegration

I invite you, come with me.


Have you learned everything? You sure? 

Questions are stuck on the noise that goes on forever,

without stopping.

Have you sorted out all your dreams

the thoughts you have just before the coffee is done 

like the ladies who stand smoking at the edge of the window 

while they watch the spectacle,

your autumn tears that have dwindled

because you hadn’t eaten

the winter chills that start from within

and eat you from the outside

and the summer loves that you've forgotten what they said

and if they ever had anything to say.

Loudly are the songs you heard from the cars passing by

and twisted your stomach with memories

of all the things you never, ever dared to do.

The damn roar, the noise of the pause.


No matter how many times I look at the ceiling, it always looks back at me. 

I am tired of these days, I want to see you

before I leave lying on a mattress that has been used up

I want to see you before the lights go out in the hallway

before the bell rings for nobody to be

before they call me to tell me nothing

before the flock of birds flies away and the other one comes for spring

because it is still January and how will it pass? 


That squirrel that went from poplar to poplar 

in those holidays when the wind whistled on the leaves

and my pendant shone in the lines of the sun 

as I turned like a little planet to look at him

he knew no poverty and it was the first time I ever saw a creature free

Then I did the hump of reading

to preserve the eternal perplexity

my father didn't find it normal.

and I stopped.

I wanted like a squirrel to finish, to come close, to arrive. Where?

And the months go by like thorns swallowed by the skin.


My friends don't talk about what hurts. 


My cells keep turning and turning and looking for you

my hand caresses the dust in the air and makes shapes.

-The other bodies lie, does mine lie?

The fantasies sew and sew again in memory

people are becoming more and more like god. 

when they tear out their hearts 

on the days when they step on other days 

and they melt like dry leaves in an unclean pot.

Into the boxes are shoved the new lives

they build corners of paper with value unchecked,

the rich rooms portend the end of the world

little politicians bite our veins and legs, 

ghosts of our debts drip our taps at night,

our greatest nightmare fills our glasses at dusk

-And what about us? 

We remain statues before the mirror. 

Is it worth anything? Let's escape. 


TV metaphors are becoming more and more like us. 

Shadows, we laugh at in secret so our mothers won't hear,

our worries and sorrows.

We know each other only by clothes and words that pretend to know what they are talking about

We are ashamed and this feeling is all that is recorded in the flesh.

We make iron and plaster to keep the earth from falling

And what a pity we do not breathe with kindness

while our youth is crowded into rooms that cannot hold us.


My friends don't talk about what hurts. 


I want to meet outside the domes, 

away from juries and government shenanigans, 

away from those who have trampled us with care,

just to smell a little forest and a little love.

What is the way it ends? 

Murderers are not called murderers,

different ones die faster,

some alive are more important than others,

the bodies they made for us are not ours,

and when they tell you you are not good at school

the continents write their revenge.

Every time a father does not say he loves his child

a star explodes. 


The mundane worlds shine ever larger 

They do not know what poverty and habit mean

they enclose the desolation in giant jars that build fear

of futility and keep us wondering

in the face of danger. 

Let us not forget in our sleep 

and the chaos not come and drown us. 

It bites, doesn’t it? 

Again, hands in pockets and not too much movement

the temperature is still low, 

it's still February

the birds have already migrated

the tea cools down in a minute, while it takes four to make it.

and it is in the last four minutes that you make exactly the same movements.

Your figure is silhouetted against the other faces you pass. 

If you touch my shoulder, make a wish

and tell me what happens. 


Winter 2023, Athens, Greece


Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Η γενιά μου*

Η γενιά μου στάζει ιδρώτα παλεύοντας με την αϋπνία πριν καν γεννηθεί

κυνηγάει το επίδομα θέρμανσης, ρεύματος, στέγασης, νερού, ύπαρξης κι ανάσας καίει τα μάτια της στις οθόνες και στα διαφημιστικά ρούχων

και εντολών διαδικασίας κι επιτέλεσης

ψάχνει να βρει στα σόσιαλ μίντια τρόπους διαφυγής

κρεμάει το απεγνωσμένο σώμα της στους δρόμους

σέρνεται διαλυμένη σε χώρους εργασίας, πίεσης και στρες

κάνει σχέσεις χωρίς να εμπιστεύεται κανέναν

έχει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, στέκεται άνετα μέσα στα σκοτάδια,

ψάχνει στην πόλη να βρει απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν πια περάσει

νεκροί γύρω της άγγελοι από μακρινούς τόπους μέσα σε πλατείες κι ερήμους

μέσα σε μουσικές από αυτοκίνητα, σειρήνες, τρένα, κόρνες, λεωφορεία

και την άσφαλτο που καίγεται, τον πακιστανό που κουβαλάει το καρότσι με τα χαρτόκουτα στις τέσσερις το πρωί και τα σπινθηροβόλα μάτια του άστεγου που κατουράει στο πλάι του δρόμου δίπλα στο πολυτελές ξενοδοχείο

τελειωμένη από τα πανεπιστήμια που γεμίσαν φρουρούς του πολέμου,

φτύνει τον κόρφο της με τσάκρα και ωτοασπίδες για τις ουτοπίες, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον

είχε κάποτε όνειρα που πριν ακόμα τα ονειρευτεί ήταν ήδη καταραμένα

όνειρα να κάνει έρωτα ελεύθερα, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, χωρίς περιορισμούς και ανατροπές και κατακλυσμούς και βιασμούς και νεροποντές, όνειρα, όνειρα

που τώρα ανταλλάσσει με ναρκωτικά,

υποψιάζεται ότι θα πεινάσει με στερημένη φαντασία από τα δέκα της χρόνια,

κουβαλάει εφιάλτες στην πλάτη σαν τον Σίσυφο από την Ομόνοια ως την Πλατεία Αμερικής,

πηδάει χωρίς αλεξίπτωτα από ταράτσες, ψάχνει τον χαμένο της χρόνο, τη χαμένη της νιότη στις πονεμένες πλάτες της, λίγο μετά αφού τελειώσει τα τριάντα χωρίς να έχει φτάσει στον αρχηγό της πίστας

σφραγίζει τους χειμώνες που στερήθηκε τη ζέστη και ανοίγει τα καλοκαίρια από τη Μάρνη ως την Αγία Παρασκευή, ζητιανεύει λίγη ηρεμία να κλέψει από τον θόρυβο με το στόμα στραβωμένο από τις εκρήξεις πείνας για κάτι άλλο μέσα στο στομάχι

και το φως της νύχτας που βγαίνει από τα τούνελς κάτω από τις γέφυρες δεν φτάνει να αλλάξει τη μυρωδιά του αλκοόλ έξω από φθηνά μαγαζιά που ατμίζουν σταθερούς ρυθμικούς τόνους

τικ τακ τικ τακ και είναι πρωί τικ τακ τικ τακ δεν το πρόλαβε έγινε μεσημέρι τικ τακ τικ τακ τι είναι το μεσημέρι τικ τακ τικ τακ νύχτωσε κι έγινε απόγευμα και ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα σαν την άμμο στα χέρια σε μία παραλία που μόνο θα ονειρευτεί

ψάχνει τρόπο να σταματήσει να μιλάει για δύο χιλιάδες θάνατο, βρίσκει μνήμες παιδικής ηλικίας, πλάκες για πόλεμο και πεζοδρόμια που την αντέχουν, αφήνει όνειρα έξω από τους σταθμούς του μετρό, ουρλιάζει για τους φυλακισμένους και σηκώνει κάγκελα

ανάβει τσιγάρα το ένα μετά το άλλο στις υπερθερμασμένες αποβάθρες του μετρό και δεν ξέρει πού πάει, κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της, τρώει σούπα μού είπες σού είπα ξεχνάει τι της γίνεται και κάθε μέρα ξαναγεννιέται από το μηδέν μα είναι η ίδια και είναι σαν ρώσικη κούκλα που ξετρυπάει την καρδιά της για να μη την προλάβουν άλλοι

τρελή από φόβο και από πάθος για τη ζωή μα καταπιεσμένη ως την αυγή που δεν τη βλέπει ποτέ μέσα σε υπόγεια και τρύπες με καπνό και υγρασία, μυαλά που μειώνονται επίτηδες ένα προς μόνο για τρέλα μιλάει

στα ομιλούντα κεφάλια που μιλάνε για τον θεό κακαρίζουν σαν παλαβά με φυλλάδια φυτρωμένα στους κόρφους τους για το πώς πρέπει να ζει τη ζωή τη στιγμή που ο θεός δεν δονείται πια παρά μόνο σε γιγάντιες οθόνες νέον με διαφημίσεις για κάποιο προϊόν που όλοι ψωνίζουν μα κανένας δεν χρησιμοποιεί

περνάνε οι βεντάλιες, τα κοσμήματα, τα χαρτομάντιλα, τα χαρτάκια, τα φιλτράκια, τα αρωματικά στικς, τα κερασάκια σε τούρτες ανθρώπινες από άλλο κόσμο με βλέμμα κούρασης και θλίψης χαμογελάνε σε σύννεφα που κινούνται σε ρούχα οργανωμένα σε χρόνους ανοργάνωτους ενώ

μιλάει με γκρίκλις, χορεύει σε ρυθμούς άγνωστους βγαλμένους από τις ρίζες, τις φύτρες και το άνοιγμα των νυχιών της σε στάση άμυνα-επίθεση-άμυνα, περνάνε μπατσικά τα αγοράζει, τους ανταλλάσσει, τα μυαλά της χάνει ενόσω

μία μεταφυσική χροιά υπάρχει στα νεκρά βλέμματα ανάμεσα στις συζητήσεις για το τίποτα, στον θόρυβο κάποιων παιδιών που ήταν αυτή και είναι ακόμα εκεί που για κάποιο λόγο όλοι βλέπουν φαντάσματα από την Κίνα και είναι σαν ρομπότ που απενεργοποιήθηκαν λίγο πριν απορροφηθούν τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους από τις υπερφωτισμένες οθόνες

και βρέχει, είναι όξινα και η βροχή σκαλίζει τις λακκούβες της ενήλικης ακμής στο πρόσωπο

σκλάβα της συνήθειας και του σεξ χωρίς ανταπόκριση περιφέρεται ακατάπαυστα μέσα στην υγρασία και στο καυσαέριο και αναπνέει το σκοτάδι, μελετάει για τι και πώς ο κόσμος θα καταστραφεί όχι σε είκοσι χρόνια μα σε ένα δευτερόλεπτο

τινάζει ένα κομμάτι της, πλήθος υπερενέργειας, τις βιταμίνες του, τα μούσκουλα, τα κολγκέιτ πλαστά χαμόγελα, τους ιδανικούς σκελετούς του, τα μακροχρόνια κέρδη του, τα στιλπνά καθαρά μαλλιά του, τα υγιή ζώα και πρωινά του και τα καλοκαμωμένα νύχια του, ενώ κρύβει μέσα στην κινόα και στο αβοκάντο τα αντικαταθλιπτικά του

και τσιρίζουν περιπολικά όχι για τη γυναίκα που σκοτώθηκε, μα για τον μετανάστη που άραζε σε μία γωνία και περίμενε τον φίλο του

από τα υπόγεια γκαρίζουν άνθρωποι στοιβαγμένοι χωρίς χαρτιά και ζόμπι περιφέρονται στον δρόμο και τους κυνηγάνε να τους φάνε, με μηχανάκια και ταξί που αναμασούνε τη χαρά από τα δημόσια μέρη της συνήθειας

κερνάει θρησκοληπτικές αγάπες στα κέντρα τέχνης μεθυσμένη, η γενιά μου, στο πάτωμα μίας σχολής για πισινούς και προφήτες που δεν ξέρουν από μουσική και μαγειρική και κάνουν στροφές  γύρω από τον εαυτό τους φασκιωμένοι με το εγώ τους και την ασυναρτησία τους

στα λεωφορεία τους έχουν ζώα σκοτωμένα που μυρίζουν στις σακούλες τους, σκυλιά με κομμένη την ουρά, που φοράνε τα ρολόγια τους ανάποδα, τρέχουν να προλάβαινουν ούτε κι αυτοί δεν ξέρουν τι, μαθαίνουν άλλες γλώσσες, βρίζουν και μιλάνε πρόστυχα, κόβουν τις φλέβες τους στα ψέματα για να το κάνουν τατουάζ

γενιά εξορισμένη από σπίτια που ανεβάζουν τα νοίκια οι νοικοκύρηδες άνθρωποι με τις λιωμένες ψυχές στα χέρια, ανήθικοι σε έναν κόσμο ηθικό για τα μάτια του μόνο, ακούνε τις γυναίκες που δολοφονούνται από τους άνδρες τους στα διπλανά δωμάτια

την ανέγερση στρατιών πάμφωτου και αιώνιου πολέμου του Χρόνου που τελειώνει συνεχώς και ξαναρχίζει στα δελτία ειδήσεων που γεράσανε, στις τράπεζες που δεν καίγονται ποτέ γιατί είναι η απόλυτη πραγματικότητα, στις γέφυρες από όπου δεν θα πέσει κανείς, γιατί πρέπει να κάνουμε ησυχία, όλοι κοιμούνται,

πίνει μπίρες στο τελευταίο μαγαζί, σπάει ποτήρια και τρώει πίτες από το βρώμικο πάτωμα που το έχουν ακούσει χιλιάδες και ονειρεύεται μέσα από σάπια ρετρό ηλεκτρονική μουσική και σειρήνες

ξεχνάει τα ανοιχτά παράθυρα δίχως δροσιά στο δωματιάκι στη Βικτώρια, τη χτυπάει μόνο το ρεύμα μα δεν έχει να το πληρώσει

περιφέρεται και τραγουδάει στη λεωφόρο εκείνη γεμάτη αφροέλληνες και κινέζους

δίνει το φιλί της αγρύπνιας σε παράδεισο και κόλαση, άγρυπνη πίσω από ένα ψιλικατζίδικο γεμάτο λευκά λαμπάκια, ενσάρκωση μίας γριάς γυναίκας που κάνει καφέ στο μπρίκι στα εβδομήντα και αντί για ζάχαρη αφήνει στην κούπα της δάκρυα

στα εικοσιπέντε της σχίζει τον λαιμό της σε μία φοιτητική γκαρσονιέρα στη θεσσαλονίκη, την ξυλοκοπάνε μέχρι θανάτου λόγω παραξενιάς μέρα μεσημέρι και τραβάνε με τα κινητά τους το θέαμα και οι μέρες περνάνε με φωτογραφίες στις εφαρμογές

η μία γυναίκα πέφτει μετά την άλλη σε σπίτια που δεν ανοίγουν ποτέ παραέξω, τα εγκλήματα καθαρίζονται με ακριβά καθαριστικά κι αυτές βυθίζονται στη μοναξιά, χάνονται στα σκατά που έχουν γεμίσει ποτάμια ολόκληρα γύρω με ιερά γέλια να πέφτουν από ένα αόρατο κοινό που έχει ξεχάσει να νιώσει κάτι άλλο πέρα από το πετσί του που κι αυτό πέφτει σαν ψεύτικο κάθε αλλαγή εποχής φοράει μάσκα και κοστούμι ενοχής

και τα χρόνια δεν γυρίζουν χωρίς καύσιμα για να πάει μπροστά μεθυσμένη από το όλο και την ολοσχερή πραγματικότητα περιμένει τη σωτηρία από έξω

πιστεύει μόνο σε καθημερινές αναρτήσεις, η γενιά μου, και άστατες συζητήσεις παρακαλάει για λοβοτομή και θεραπεία, κάνει γιόγκα για να αυτοπροκαλέσει ιδιάζουσα αμνησία

διαμαρτύρεται σε ένα πινγκ πονγκ του παραλόγου που στάζει αίματα από τις ρόδες του και πηγαίνει από την Ευρώπη ως την Ανατολή και πάλι πίσω μπρος με το μπαλάκι βαρύ σαν τον πλανήτη που κοντεύει να σκάσει μεσάνυχτα στα εντόσθια μίας γάτας που σέρνει από το μπαλκόνι, ώσπου να την πατήσει ο κάγκουρας που τρέχει με εκατόν εβδομήντα στην Ιερά Οδό για να βρει το τελευταίο κομμάτι ζωής που έχει χάσει

ονειρεύεται τη γύμνια της ντυμένη με υποκρισία και το κεφάλι της ελεύθερο πρησμένο από την ατέλειωτη πληροφορία που αναπαράγεται και δεν χωνεύεται ποτέ ούτε τις νύχτες ούτε μετά τον θάνατο

τρώει άλλα χίλια χρόνια για προϊόν πρωινό

Οπότε, θέλω να σου πω κι ας είσαι κι άνδρας,

η γενιά μου είναι τρελή από τρελούς και τρελότερους

παράξενη, στη σκιά μίας μητέρας που υπέφερε

έχει σκοτώσει και σκοτώνεται

γελάει χωρίς χιούμορ

και γράφει απαισιότητες που εξαφανίζονται σε μία μέρα, η γενιά μου,

είναι σε σοβαρή κατάσταση με κρανίο που της το τρώνε συνεχώς τα σκουλήκια

πίνει τσιγάρα στριμμένα με σκόνη μητρικού γάλακτος και νυχτερίδας

πετάει το σώμα της στα γυμναστήρια ή στα νοσοκομεία για να της το φτιάξουν

ενώ χάνεται στην άβυσσο που δεν θα μάθει ποτέ τι είναι

γιατί ο θεός είναι νεκρός, προτιμάει να κλείνει τον εαυτό της σε δανεικά σπίτια

φουσκώνει τον αέρα της με κενά κι άλλα κενά όπου κενό κι αυτή

αφήνεται σε μία επανάσταση που μόνιμα εκκρεμεί και είναι στο παραλίγο

βήχει όλο το βράδυ δίπλα σε ένα μισοφαγωμένο τοίχο, κάτω από έναν μουχλιασμένο φωταγωγό, ακούει τις φωνές των γειτόνων, δεν ζει είναι σαν να έζησε, κάνει κάθε μέρα το ίδιο, επανάληψη στην επανάληψη, στην επανάληψη κι αυτό το σώμα είναι σε κώμα και δεν θα ξυπνήσει παρά μόνο με μία βόμβα στα πόδια που τρέχουν και τρέχουν μα δεν είναι ελεύθερα

δεν ξεφεύγουν ποτέ κι αυτή η πίστα είναι σαν να μην έχει αρχηγό, κι αυτά τα σκυλιά είναι μόνιμα με αφεντικό και δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τους ιαχούς των ψυχών που εκτελούν κάθε μέρα, δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τα αναπάντητα μηνύματα και τηλέφωνα, από τα μεταχειρισμένα έπιπλα, τα τσαλακωμένα σημειώματα στα σκουπίδια, τις κλαμένες παραισθήσεις και φαντασιώσεις,

δεν είναι ασφαλής, δεν είναι ασφαλής αυτή η γενιά, σαν χαλασμένη σούπα που την πετάξανε στην τουαλέτα και τώρα μένει μόνο να της πατήσουν το καζανάκι

διαλύεται, ξεφεύγει, πάει πού αλλού στη θάλασσα, γίνεται ένα με την υπόλοιπη ψευδαίσθηση, αφήνει τη σάρκα της στη χημεία και μελετάει τα ατελείωτα χρονοχτυπήματα πάνω στα ιδρωμένα της ρούχα, πάνω στα σφαγιασμένα της ποιήματα που ξεχύνονται στους δρόμους σαν ορεκτικά για τους επισήμους

ξαπλώνει να ηρεμήσει σε μαξιλάρια από άχυρο βγαλμένα από ένα παραμύθι πλατφόρμας στην άκρη του σύμπαντος, γιατί έχουν προγραμματίσει πότε θα της πάρουν ακριβώς το κεφάλι και για πόσα πριν καν γεννηθεί

γιατί αυτή τη γενιά, τη δική μου γενιά

την ξεπούλησαν φθηνά πολύ

και της αρέσει να καταστρέφει τον εαυτό της και τους άλλους

στο όνομα μία ευγενικής αγίας εκδίκησης που δεν σχεδιάζει καν να πάρει

από τον σατιρικό θεό της ύπαρξής της.

*αφιερωμένο στον Allen Ginsberg 


Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Κάτι χαριτωμένο

Όλοι εσείς που τακτοποιείστε 

και τη βρίσκετε με την ατομική βολή σας

αναπαυτείτε ελεύθερα

αλλά μην απορήσετε 

αν σιγά σιγά χάνονται 

οι φίλοι, οι γείτονες και οι γνωστοί σας

δεν θα είναι σύμπτωση

εάν αφανιστούν και κάποιοι συγγενείς σας

ίσως χαθεί κανά παιδί σας, κανά εγγόνι σας

η γάτα σας, ο σκύλος σας και η τσία 

που βάζετε στα δημητριακά σας

συνηθίστε, δείτε πώς λειτουργούν 

οι κατσαρίδες σας και τα ποντίκια σας

αγκαλιαστείτε σφιχτά με το τίποτα 

το ολάκερο καρμίρικο το μέσα σας

κι αν μιλήσετε και δεν σας ακούνε 

κι αν ακούτε και δεν ακούτε

πείτε ένα «μπράβο σας!»

άλλωστε, μη ξεγελιέστε

 ξέρατε πριν από τους άλλους 

ότι είστε από τους μοναδικούς, από τους μεγάλους

παρότι ήσασταν μόνοι σας

παρότι βρωμούσε η ακριβή κολόνια σας

παρότι μαραινόταν η βιγόνια σας 

άλλωστε, οι μόνοι που έχουν για εσάς αξία 

είναι οι γλείφτες και οι κλώνοι σας

οι δυτικοί και υψηλοί προσωπικοί πόνοι σας

για αυτό φροντίστε πού θα αναπαυθούν 

οι σπουδαίες εικόνες στις οθόνες σας

φτου φτου στους τάφους σας

και αέρας στα μαλλιά σας

μπότοξ στους σκελετούς σας

και φοβού τις προσωπικές,

της τελευταίας κατοικίας κάμπιες σας. 


Η συνάντηση

Τίποτα δεν φαινόταν 

ότι θα πήγαινε καλά

ένας Οκτώβρης μαύρος και περίεργος

ο κόσμος μαζεμένος για να πει μία κουβέντα

μέχρι τη στιγμή που κοιταχτήκαμε

κάπου εκεί σταμάτησε ο χρόνος

και τα φώτα του δρόμου φώτιζαν το πρόσωπό σου

ενώ ο ουρανός γκρεμιζόταν πάνω μας 

με το βαθύ μπλε της νύχτας.